- αναστηλωτικός
- η , ό[ν] восстановительный, реставрационный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναστηλωτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναστήλωση ή είναι ικανός να επιφέρει αναστήλωση … Dictionary of Greek
αναστηλωτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αναστήλωση: Συνεχίζονται οι αναστηλωτικές εργασίες στην Ακρόπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)